- τριόδους
- ο / τριόδους, -οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Ανεοελλ.κολεόπτερο έντομοαρχ.1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ)2. (το αρσ.)ο τριόδουςα) η τρίαιναβ) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείοδ) το τριγωνικό σχήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ὀδούς /ὀδών, ὀδόντος (πρβλ. μυρι-όδους). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. triodon].
Dictionary of Greek. 2013.